διασκορπισμός

διασκορπισμός
-οῦ N 2 0-0-3-1-0=4 Jer 24,9; Ez 6,8; 13,20; DnTh 12,7
dispersion, scattering, dispersal Ez 6,8
*Jer 24,9 εἰς διασκορπισμόν in dispersion-⋄זרע? or זרה? for MT זועה/ל (MTq ) as a horror, cpr. Dt 28,25 and διασπορά; *Ez 13,20 εἰς διασκορπισμόν into dispersion-⋄ברח? to flee for MT לפרחת into birds?
neol.?
→ SCHLEUSNER(Ez 13,20)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διασκορπισμός — scattering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκορπισμός — ο (Α διασκορπισμός) διασκόρπιση* αρχ. σύγχυση …   Dictionary of Greek

  • διασκορπισμός — ο σπατάλη, σκόρπισμα: Ο διασκορπισμός των κεφαλαίων της εταιρείας επέφερε μεγάλη ζημιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασκορπισμοῦ — διασκορπισμός scattering masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκορπισμῷ — διασκορπισμός scattering masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκορπισμόν — διασκορπισμός scattering masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκεδασμός — Διασπορά, διασκορπισμός· εξαφάνιση, διάλυση· ταραχή, σύγχυση. δ.φωτός.Η εξάρτηση της ταχύτητας του κύματος και του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος. Αποτέλεσμα αυτού είναι το φαινόμενο του διαχωρισμού μιας ακτίνας μη μονοχρωματικού φωτός… …   Dictionary of Greek

  • διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • διαρροή — η 1. το να διαρρέει κάτι 2. εκροή, ροή μέσα από κάτι ή έξω από κάτι, διαφυγή, απώλεια (υγρού ή αερίου) 3. χύσιμο 4. διαφυγή, διασκορπισμός (στρατεύματος, χρημάτων, οπαδών κ.λπ.) αρχ. αγωγός, σωλήνας …   Dictionary of Greek

  • διασκέδαση — η (AM διασκέδασις) νεοελλ. 1. ψυχαγωγία, τέρψη 2. ευωχία, γλέντι αρχ. μσν. διασπορά, διασκορπισμός …   Dictionary of Greek

  • εκσκορπισμός — ἐκσκορπισμός, ο (Α) διασκορπισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”